- χοριοειδής
- χοριοειδήςlike the afterbirthmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χοριοειδής — ές, ΝΜΑ 1. ο όμοιος με το χόριο 2. φρ. α) «χοριοειδής χιτώνας τού οφθαλμού» και «χοριοειδὴς χιτὼν τοῡ ὀφθαλμοῡ» ανατ. χιτώνας που παρεμβάλλεται ανάμεσα στον σκληρό και στον αμφιβληστροειδή χιτώνα σε όλο το οπίσθιο ημιμόριο τού οφθαλμού και… … Dictionary of Greek
χοριοειδής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. ο όμοιος προς το χόριο. 2. «χοριοειδής χιτώνας του οφθαλμού», ο μέσος χιτώνας του βολβού του ματιού που βρίσκεται μεταξύ σκληρού και αμφιβληστροειδούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χοριοειδῆ — χοριοειδής like the afterbirth neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) χοριοειδής like the afterbirth masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) χοριοειδής like the afterbirth masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοριοειδεῖ — χοριοειδής like the afterbirth masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) χοριοειδής like the afterbirth masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοριοειδές — χοριοειδής like the afterbirth masc/fem voc sg χοριοειδής like the afterbirth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοριοειδοῦς — χοριοειδής like the afterbirth masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοριοειδέσι — χοριοειδής like the afterbirth masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήνιγγες — Μεμβράνες που περιβάλλουν το κεντρικό νευρικό σύστημα, δηλαδή τον εγκέφαλο και τον νωτιαίο σωλήνα. Είναι τρεις· από τα έξω προς τα μέσα: η σκληρά, ινώδους σύστασης και πολύ ανθεκτική, η αραχνοειδής, που στερείται αγγείων, είναι λεπτότατη και… … Dictionary of Greek
Choroïde — Schéma d’une section transversale de l’œil humain ; la choroïde est en violet … Wikipédia en Français
coroides — (Del gr. khorion, piel, cuero + eidos, figura.) ► sustantivo femenino ANATOMÍA Membrana coloreada del globo del ojo situada entre la esclerótica y la retina. IRREG. plural coroides * * * coroides (del gr. «chorioeidḗs», con forma de cuero) f.… … Enciclopedia Universal